- ισόχρονος
- -η, -ο (ΑΜ ἰσόχρονος, -ον)1. αυτός που γίνεται κατά την ίδια χρονική στιγμή, σύγχρονος2. αυτός που γίνεται κατά ίσα χρονικά διαστήματανεοελλ.φρ. «ισόχρονη γραμμή» — νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα γεωγραφικά σημεία στα οποία αρχίζει να εκδηλώνεται καταιγίδα την ίδια ακριβώς ώρααρχ.1. (για σφυγμό) κανονικός, ομαλός2. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο χρόνο, ομόχρονος3. φρ. «στίχος ἰσόχρονος» — στίχος που αποτελείται από όμοιους πόδες, ολοδάκτυλος, ολοσπόνδειος κ.λπ.επίρρ...ισοχρόνως και -α (ΑΜ ἰσοχρόνως)1. κατα ίσα χρονικά διαστήματα2. συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ομοιό-χρονος, υστερό-χρονος].
Dictionary of Greek. 2013.